δυσίατος — ον (Α δυσίατος και δυσίητος, ον) αυτός που γιατρεύεται δύσκολα … Dictionary of Greek
δυσίατος — δυσί̱ᾱτος , δυσίατος hard to heal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσίατος — η, ο δυσθεράπευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσιατότερον — δυσῑᾱτότερον , δυσίατος hard to heal adverbial comp δυσῑᾱτότερον , δυσίατος hard to heal masc acc comp sg δυσῑᾱτότερον , δυσίατος hard to heal neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσιατοτάτας — δυσῑᾱτοτάτᾱς , δυσίατος hard to heal fem acc superl pl δυσῑᾱτοτάτᾱς , δυσίατος hard to heal fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσιατοτάτων — δυσῑᾱτοτάτων , δυσίατος hard to heal fem gen superl pl δυσῑᾱτοτάτων , δυσίατος hard to heal masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσιατοτέρα — δυσῑᾱτοτέρᾱ , δυσίατος hard to heal fem nom/voc/acc comp dual δυσῑᾱτοτέρᾱ , δυσίατος hard to heal fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσιατότατα — δυσῑᾱτότατα , δυσίατος hard to heal adverbial superl δυσῑᾱτότατα , δυσίατος hard to heal neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσιατότατον — δυσῑᾱτότατον , δυσίατος hard to heal masc acc superl sg δυσῑᾱτότατον , δυσίατος hard to heal neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσιάτως — δυσῑά̱τως , δυσίατος hard to heal adverbial δυσῑά̱τως , δυσίατος hard to heal masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσίατον — δυσί̱ᾱτον , δυσίατος hard to heal masc/fem acc sg δυσί̱ᾱτον , δυσίατος hard to heal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)